σινάπισμα

σινάπισμα
το , σινάπισμός ο горчичник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σινάπισμα" в других словарях:

  • σινάπισμα — το, ΝΜΑ [σιναπίζω] ο σιναπισμός …   Dictionary of Greek

  • σιναπισμός — σιναπισμός, ο και σινάπισμα, το, ατος κατάπλασμα από σκόνη σιναπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»